προμετωπίδιος

προμετωπίδιος
-α, -ο / προμετωπίδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μπροστά ή πάνω στο μέτωπο («προμετωπίδιοι τρίχες», Φίλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμετωπίδιο
δερμάτινο λουρί τού χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο τού ζώου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) το πρόσθιο τμήμα τού κρανίου ζώου, ιδίως βοδιού
β) το δέρμα ή οι τρίχες τού μετώπου, ιδίως αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», Ηρόδ.)
γ) κόσμημα για το μέτωπο, ιδίως τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», Ξεν.)
δ) (σχετικά με άνθρωπο) διακόσμηση στο πρόσθιο μέρος στέμματος ή στεφανιού («στέφανος χρυσοῡς... ἔχων προμετωπίδιον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προγαστρ-ίδιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προμετωπίδιος — before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμετωπιδίων — προμετωπίδιος before fem gen pl προμετωπίδιος before masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμετωπίδιον — προμετωπίδιος before masc acc sg προμετωπίδιος before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμετωπιδίοις — προμετωπίδιος before masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμετωπιδίου — προμετωπίδιος before masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμετωπιδίους — προμετωπίδιος before masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμετωπιδίῳ — προμετωπίδιος before masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμετωπίδια — προμετωπίδιος before neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμετώπειος — α, ον, Μ [προμέτωπος] προμετωπίδιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”